- πολυχρονισμός
- πολυχρονισμός οпожелание долгих лет жизни, пение многолетия
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
πολυχρονισμός — ο, Ν [πολυχρονίζω] πολυχρόνιση … Dictionary of Greek
πολυχρονισμός — ο βλ. πολυχρόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)